νύξ

νύξ
νύξ (: νυκτός, -ί, -α; -ες, -εσσιν, -ας.)
1 night

ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτί O. 1.2

ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν νυκτὸς ὑπαίθριος O. 6.61

ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.101

κοιτάξατο νύκτ O. 13.76

νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόνP. 4.115

ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ I. 4.36

βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ν]υκτὶ βίας ὁδὸν[ (supp. Lobel: cf. P. 4.115) fr. 169. 19. opp. to day,

ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.61

ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130

ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου

κελεύθους ἄματα τεὔφρονα P. 4.195

θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω i. e. while it is night here on earth Θρ. 7. 2. pl., night hours, σπέρμ' ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (v. Leumann, Hom. Wörter, 100) P. 4.256 καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (v. Wil., 398̆{2}) N. 6.6 frag. ]τα νυκτὸς ὕπ[ fr. 215b. col. 2. 21.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νύξ — night fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύξ — night fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος… …   Dictionary of Greek

  • Νύξ' — Νυξί , Νύξ night fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύξ' — νύξι , νύξις pricking fem voc sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor imperat mid 2nd sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor inf act νύξα , νύσσω touch with a sharp point aor ind act 1st sg (homeric ionic) νύξε , νύσσω touch with a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιλύκη νύξ — ἀμφιλύκη νύξ, η (Α) 1. το μεταξύ νύκτας και ημέρας αμυδρό φως, το λυκαυγές, τα χαράματα 2. λυκόφως, σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *λύκη] …   Dictionary of Greek

  • Νυκτοῖν — Νύξ night fem gen/dat dual Νυκτεύς masc gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτοῖν — νύξ night fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νυκτί — Νύξ night fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτί — νύξ night fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νυκτῶν — Νύξ night fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”